ενύπνιος

From LSJ
Revision as of 09:20, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

ἐνύπνιος, -ον (Α)
1. αυτός που φαίνεται, συμβαίνει ή εμφανίζεται στον ύπνο («ἄγαν δ' ἀληθεῖς ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις», Αισχύλ.)
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐνύπνιον
στον ύπνο («θεῑός μοι ἐνύπνιον ἦλθεν ὄνειρος», Ομ. Ιλ.).