ευθετώ
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
εὐθετῶ, -έω (ΑΜ) εύθετος
1. ευθετίζω, διευθετώ
2. είμαι κατάλληλος για κάτι («εὐθετεῖ πᾱσι χρῆσθαι» — είναι κατάλληλος για κάθε χρήση, Θεόφρ.)
3. βρίσκομαι κάπου στην κατάλληλη περίσταση, είμαι πρόσφορος.