Full diacritics: κόρυμνα | Medium diacritics: κόρυμνα | Low diacritics: κόρυμνα | Capitals: ΚΟΡΥΜΝΑ |
Transliteration A: kórymna | Transliteration B: korymna | Transliteration C: korymna | Beta Code: ko/rumna |
necklace, Hsch.
κόρυμνα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόσμος τις γυναικεῖος περιτραχήλιος», περιδέραιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].