ραγάς

From LSJ
Revision as of 13:50, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, ΜΑ
βλ. ραγάδα.

Mantoulidis Etymological

-άδος (=χαραμάδα). Ἀπό τό ραγῆναι, ἀπαρ. παθ. ἀόρ. β´ τοῦ ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.