ρόχθος

From LSJ
Revision as of 13:55, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

ο / ῥόχθος, ΝΜΑ
θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο του ῥοχθῶ (για το επίθημα του τ. πρβλ. βρό-χθος, μό-χθος)].

Mantoulidis Etymological

(=βουή). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο τῶν κυμάτων. Παράγωγο: ροχθέω-ῶ.