μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
(=καλλιεργῶ τή φωνή μου). Ἀπό τό φωνασκός → φωνή + ἀσκῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα φημί.