φωνασκῶ

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

Mantoulidis Etymological

(=καλλιεργῶ τή φωνή μου). Ἀπό τό φωνασκόςφωνή + ἀσκῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα φημί.