φωνασκῶ

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Mantoulidis Etymological

(=καλλιεργῶ τή φωνή μου). Ἀπό τό φωνασκόςφωνή + ἀσκῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα φημί.