μοτόω
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
fut. -ώσω LXXHo.6.2(1):—plug a wound with lint, Hp.VC 13, Hsch.
German (Pape)
[Seite 210] die Wunde mit Charpie versehen, sie dadurch offen erhalten und heilen, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
μοτόω: καλύπτω τραῦμα διὰ μοτοῦ, Ἱππ. π. Κεφαλ. Τρωμ. 904, Ἡσύχ.