πορνικός

Revision as of 08:57, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

English (LSJ)

ή, όν, of harlots, for harlots, of prostitutes, for prostitutes, εἶδος LXX Pr.7.10, cf.AP12.7 (Strat.); of planetary influences, Vett. Val.17.31; πορνικὸν τέλος = tax paid by brothel-keepers, prostitution tax, tax on prostitutes, Aeschin.1.119; οἱ πορνικοί = libertines, Cat.Cod.Astr.2.166.

German (Pape)

[Seite 684] hurerisch, Sp.; – τέλος, Abgabe, welche die Huren geben mußten, Aesch. 1, 119; – auch adv. πορνικῶς, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de prostituée.
Étymologie: πόρνη.

Russian (Dvoretsky)

πορνικός:
1) развратный, распутный (λόγος Anth.);
2) налагаемый на публичные дома (τέλος Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

πορνικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόρνας, Ἀνθ. Π. 12. 7· π. τέλος, ὁ φόρος ὃν ἐπλήρωνον οἱ διατηροῦντες πορνεῖα, Αἰσχίν. 16. 44· πρβλ. πορνοτελώνης.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πορνικός, -ή, -όν, ΝΑ πόρνη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πόρνη ή αυτός που χαρακτηρίζει την πόρνη
2. ασελγής, λάγνος
αρχ.
1. (σχετικά με πλανητική επίδραση) αυτός που ξυπνάει ερωτικό πόθο
2. φρ. «πορνικὸν τέλος» — ο φόρος που πλήρωναν αυτοί που είχαν πορνείο.

Greek Monotonic

πορνικός: -ή, -όν (πόρνη), αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στην πόρνη, πορνικὸν τέλος, φόρος που πληρώνουν όσοι εξασκούν πορνεία, σε Αισχίν.

Middle Liddell

πορνικός, ή, όν πόρνη
of or for harlots, π. τέλος the tax paid by brothel-keepers, Aeschin.