αὐτοδέσποτος
English (LSJ)
ον, at one's own will, free, Hierocl.Prov.ap.Phot. Bibl.p.172 B.; absolute master, παθῶν LXX 4 Ma.1.1.
Spanish (DGE)
-ον
1 que tiene voluntad libre e independiente, βούλησις Meth.Res.1.38
•subst. τὸ αὐ. libre albedrío τὸ ἐφ' ἡμῖν καὶ αὐτοδέσποτον Hierocl.Prou. en Phot.Bibl.172b28.
2 dueño absoluto αὐ. ἐστιν τῶν παθῶν ὁ λογισμός LXX 4Ma.1.30, cf. 1.1, 13.1
•subst. τὸ αὐ. poder absoluto τὸ αὐτοδέσποτον καὶ βασιλικόν Ammon.Io.11.
3 adv. libremente αὐ. αἱρεῖσθαι τὰ ἀρέσκοντα Meth.Symp.8.13.
German (Pape)
[Seite 397] ὁ, Selbstherrscher, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοδέσποτος: -ον, κύριος ἑαυτοῦ, ἐλεύθερος, Ἱεροκλ. 242· ἀπόλυτος κύριος, παθῶν Ἰωσήπ. Μακκ. 2. 13. ― Ἐπίρρ. αὐτοδεσπότως, μεταγεν.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτοδέσποτος, -ον)
νεοελλ.
αυτοδιοικούμενος, αυτεξούσιος
μσν.
«αυτοδέσποτοι μοναί» — μοναστήρια με δική τους διοίκηση, που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του επισκόπου της περιοχής
αρχ.
κύριος του εαυτού του.