διπλάζω
From LSJ
English (LSJ)
A = διπλασιάζω, double, φόρον And.4.11 (s. v. l.), Alex.122: —Pass., to be doubled, στρατηλάταις δορὸς διπλάζεται τιμά E.Supp. 781 (lyr.), cf. Men.319.10. II intr., to be twofold or double, τό τοι διπλάζον μεῖζον κακόν S.Aj.268.