ἡμισεύω

Revision as of 11:00, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "LXX<span" to "LXX <span")

English (LSJ)

(ἥμισυς) A halve, LXX Ps.54(55).24, Aq.Ge. 33.1. 2 boil down to one half, Hippiatr.2.

German (Pape)

[Seite 1170] halbiren, auf die Hälfte verringern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισεύω: (ἥμισυς) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl.

Greek Monolingual

ἡμισεύω (AM) ήμισυς
1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω
2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό.