ἡμισεύω

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμισεύω Medium diacritics: ἡμισεύω Low diacritics: ημισεύω Capitals: ΗΜΙΣΕΥΩ
Transliteration A: hēmiseúō Transliteration B: hēmiseuō Transliteration C: imiseyo Beta Code: h(miseu/w

English (LSJ)

(ἥμισυς)
A halve, LXX Ps.54(55).24, Aq.Ge. 33.1.
2 boil down to one half, Hippiatr.2.

German (Pape)

[Seite 1170] halbiren, auf die Hälfte verringern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμισεύω: (ἥμισυς) διαιρῶ εἰς δύο, σμικρύνω κατὰ τὸ ἥμισυ, ἐν τῷ παθ, Θεοδόσ. Γραμματ. σ. 86 Göttl.

Greek Monolingual

ἡμισεύω (AM) ήμισυς
1. διαιρώ κάτι στα δύο, σμικρύνω κατά το ήμισυ διχοτομώ, μεσιάζω
2. βράζω κάτι ώσπου να μείνει το μισό.