transcendently
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English > Greek (Woodhouse)
adv.
P. διαφερόντως, ὑπερβαλλόντως, Ar. and P. ὑπερφυῶς, V. ἐξόχως, εἰς ὑπερβολήν; see exceedingly.