unfriendly
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. δύσνους, δυσμενής, Ar. and P. κακόνους, V. δύσφρων, κακόφρων.
Hostile: P. and V. πολέμιος, ἐχθρός, ἐναντίος, P. ὑπεναντίος, V. ἀνάρσιος, Ar. and V. παλίγκοτος.