unsociable
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. ἀκοινώνητος, ἀνομίλητος, δυσκοινώνητος, P. and V. ἄμικτος.
Unapproachable: P. δυσπρόσοδος, V. ἄπλατος, ἀπροσήγορος, δυσπρόσοιστος, δυσπρόσιτος.
Be unsociable: P. ἀπροσοίστως ἔχειν.