unquestionable
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. ἀναμφισβήτητος, ἀνέλεγκτος, ἀνεξέλεγκτος, οὐκ ἀντίλεκτος.
Admitted: P., ὁμολογούμενος.