Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
adj.
P. δυσμεταχειριστος.
Awkward: P. and V. ἀμήχανος, ἄπορος.
Disobedient: P. ἀπειθής (also used of a ship, Thuc. 2, 84); see unruly, restive.