κυκλοφορικῶς
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
French (Bailly abrégé)
adv.
d'un mouvement circulaire.
Étymologie: κυκλοφορέομαι.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
κυκλοφορικῶς: кругообразно, по кругу (κινεῖσθαι Plut.).