κέραφος

From LSJ
Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέραφος Medium diacritics: κέραφος Low diacritics: κέραφος Capitals: ΚΕΡΑΦΟΣ
Transliteration A: kéraphos Transliteration B: keraphos Transliteration C: kerafos Beta Code: ke/rafos

English (LSJ)

χλευασμός, κακολογία, Hsch.; cf. σκέραφος.

Greek (Liddell-Scott)

κέραφος: ὁ, «χλευασμός, κακολογία» Ἡσύχ., ἴδε σκέραφος καὶ σχέραφος παρὰ τῷ αὐτῷ.

Greek Monolingual

κέραφος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «χλευασμός, κακολογία».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. σκέραφος.

German (Pape)

σκέραφος.