εὐπήληξ

Revision as of 16:40, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ηκος, ὁ, ἡ, A with beautiful helmet, AP6.120 (Leon.). 2 with fine crest, ταὧς Babr.65.1a.

French (Bailly abrégé)

ηκος;
(ὁ, ἡ)
au beau casque.
Étymologie: εὖ, πήληξ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπήληξ: ηκος adj. с красивым шлемом (Ἀθηναίη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπήληξ: ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν περικεφαλαίαν, Ἀνθ. Π. 6. 120, Βαβρ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. γέρανος.

Greek Monolingual

εὐπήληξ, -κος ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραία περικεφαλαία
2. (για πουλιά) αυτός που έχει ωραίο λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πήληξ «περικεφαλαία»].

Greek Monotonic

εὐπήληξ: ὁ, ἡ, αυτός που έχει γερή και όμορφη περικεφαλαία, σε Ανθ.

Middle Liddell

with beautiful helmet, Anth.

German (Pape)

ηκος, schön gehelmt, Ἀθηναίη, Leon.Tar. 60 (VI.120).