εὐφημίζω
Greek (Liddell-Scott)
εὐφημίζω: μεταχειρίζομαι εὔφημον, καλὴν λέξιν περὶ κακοῦ πράγματος, καί, εὐφημισμός, ὁ, ἡ χρῆσις εὐφήμου λέξεως ἀντὶ δυσοιώνου, π.χ. Εὐμενίδες ἀντὶ Ἐρινύες, εὐφρόνη ἀντὶ νύξ, κτλ.. Εὐστ. 1398. 52, πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. 281. ΙΙ. χαιρετίζω δι’ εὐφήμων ἐπιφωνήσεων, Ἡρῳδιαν. 2. 3, 35, ἐν τῷ Παθ.
German (Pape)
bewillkommnen, beglückwünschen, im pass., Hdn. 2.3.25 πρὸς πάντων εὐφημισθείς, wo πάσης τε τιμῆς καὶ αἰδοῦς παρ' αὐτῶν τυχών hinzugesetzt ist. – Med., ein Wort von guter Vorbedeutung brauchen, Apoll.Dysc. pron. 11.6. S. εὐφημία.