Phocis
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English > Greek (Woodhouse)
Φωκίς, -ίδος, ἡ.
A Phocian: Φωκεύς, -εως, ὁ.
Phocian, adj.: Φώκιος, Φωκικός. Fem. adj.: Φωκίς, -ίδος.