ἀνάπλους
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
v. ἀνάπλοος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): ἀνάπλοος Hdt.2.4, 8
I 1travesía, navegación ἐς τὴν ἀνάπλοος ἀπὸ θαλάσσης ἑπτὰ ἡμερέων ἐστὶ ἀνὰ τὸν ποταμόν Hdt.2.4, cf. 2.8, Scyl.Per.13, 17, τὸν δ' ἐπὶ τοὺς τόπους ἀνάπλουν ποιούμενος BGU 1817.10 (I a.C.), cf. D.50.18, Thphr.HP 4.7.3, PTeb.739.21 (II a.C.), Scymn.801.
2 salida de un barco, Plb.1.53.13.
II regreso, travesía de vuelta καὶ τὸν ἀνάπλουν PPetr.3.20.2.9 (III a.C.), εἰς Ἀλεξάνδρειαν τὸν ἐκ τῶν Κόλχων ἀνάπλουν Str.1.3.15.
III concr. canal τὸν ἀνάπλουν ἐκ τῆς θαλάττης ... ὡς εἰς λιμένα ἐποιήσαντο Pl.Criti.115d, 117e
•Ἀνάπλους Βοσπόρου obra de Dion.Byz., descripción de los alrededores marítimos de Bizancio, Dion.Byz.tít., cf. Io.Mal.Chron.M.97.596C.
German (Pape)
ὁ, zusammengezogen aus ἀνάπλοος.