μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
σφαλάσσω: τέμνω, κεντῶ, «σφαλάσσειν· τέμνειν, κεντεῖν» Ἡσύχ.
stechen, ritzen, Hesych.