ὑποφρίσσω

Revision as of 16:49, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

Att. ὑποφρίττω, A to be rather bristly, γενειὰς ὑποφρίττουσα Philostr.Jun.Im.8; shudder a little, Luc.Peregr.39, JConf.4, Pr.Im. 12, Aët.12.68; of an artery, Archig. ap. Gal.8.90. 2 c. acc., feel dread before or of, Euph.78, Gal.UP14.4. 3 bristle, πολιῇσιν ἐθείραις Nonn.D.35.55.

French (Bailly abrégé)

éprouver un frisson, un mouvement d’effroi.
Étymologie: ὑπό, φρίσσω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφρίσσω: атт. ὑποφρίττω немного дрожать, содрогаться Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφρίσσω: Ἀττ. -ττω, φρίσσω ὀλίγον, κατέχομαι ὑπὸ μικρᾶς φρικιάσεως, Λουκ. Περεγρ. 39, Ζεὺς Ἐλεγχόμ. 4, ὑπὲρ τῶν Εἰκόνων 12. 2) μετ’ αἰτ., αἰσθάνομαι μυστικὸν ἢ κρύφιον φόβον ἐνώπιόν τινος, ὑποφρίσσοντες ἄνακτα Εὐφορίων παρ’ Ἀθην. 262D (Ἀποσπ. 73).

Greek Monolingual

Α
1. τρομάζω λίγο
2. αισθάνομαι κρυφό φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φρίσσω «ταράζομαι, ανατριχιάζω, φοβάμαι»].

Greek Monotonic

ὑποφρίσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, ριγώ, τρέμω, ανατριχιάζω από φόβο ελαφρά, σε Λουκ.

Middle Liddell

attic -ττω fut. ξω
to shudder slightly, Luc.

German (Pape)

att. ὑποφρίττω (s. φρίσσω), ein wenig schandern, sich ein wenig od. insgeheim fürchten, τινά, Euphorio bei Ath. VI.263e, vor Einem; Luc. imag. 12, Peregrin. 39.