κορύφαινα

Revision as of 16:51, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

ἡ, a fish, = ἵππουρος, Dorio ap.Ath.7.304c, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κορύφαινα: ἡ, ἰχθύς τις, = ἵππουρος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 304C.

Greek Monolingual

η (Α κορύφαινα)
γένος τελεόστεων οστεϊχθύων που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια coryphaenidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορυφή + επίθημα -αινα, που χαρακτηρίζει θηλ. ον. ζώων (πρβλ. ύαινα, φάλαινα)].

German (Pape)

ἡ, ein Fisch, sonst ἵππουρος genannt, Dorio bei Ath. VII.304c.