διυλισμός
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
διῡλισμός: -οῦ, ὁ, =διύλισις, Κλήμ. Ἀλ. 117.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
purificación διϋλισμὸς αὐτῆς (ψυχῆς) Iren.Lugd.Haer.1.14.8, τοῦ πνεύματος Clem.Al.Paed.1.6.32.
Greek Monolingual
διυλισμός, ο (Α)
1. διύλιση
2. κάθαρση.
German (Pape)
[ῡ], das Durchseihen, Clem.Al. und andere Spätere