μασητικός

From LSJ
Revision as of 16:54, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source

Greek (Liddell-Scott)

μασητικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὴν μάσησιν, Ἐπιφαν. π. Αἱρ. 64.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μασητικός, -ή, -όν)
μασώ
ο σχετικός με τη μάσηση.

German (Pape)

zum Kauen gehörig, Sp.