σπάταγγος

From LSJ
Revision as of 16:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source

Greek Monolingual

και σπάταγος, ο, Ν
ζωολ. γένος ακανόνιστων αχινών που απαντά και στις ελληνικές θάλασσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπατάγγης, κατά τα δευτερόκλιτα ουσ. σε -ος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. spatangus].

German (Pape)

ὁ, = σπάταγος.