ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
και σπάταγος, ο, Νζωολ. γένος ακανόνιστων αχινών που απαντά και στις ελληνικές θάλασσες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σπατάγγης, κατά τα δευτερόκλιτα ουσ. σε -ος. Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. spatangus].
ὁ, = σπάταγος.