ἀγχίπτολις
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ, ἡ)
qui se tient près de la cité, qui protège la cité.
Étymologie: ἄγχι, πτόλις.
Spanish (DGE)
v. ἀγχίπολις.
Greek Monotonic
ἀγχίπτολις: -εως, ὁ, ἡ, ποιητ. αντί ἀγχίπολις, αυτός που βρίσκεται κοντά στην πόλη, αυτός που κατοικεί πολύ κοντά, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίπτολις: εως, ион. ιος adj. = ἀγχίπολις.
Middle Liddell
poet. for ἀγχίπολις, near the city, dwelling hard by, Aesch., Soph.
English (Woodhouse)
German (Pape)
= ἀγχίπολις, Aesch. Spt. 483; Nonn.