χαμαιλεύκη
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ἡ, = βήχιον, Ps.-Dsc.3.112; also = χαμαίκισσος, ib.4.125.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαιλεύκη: ἡ, = βήχιον, tussilago, ἡ ἔτι καὶ νῦν καλουμένη χαμολεύκη ἐν Κεφαλληνίᾳ. Διοσκ. (ἐν τοῖς Νοθ.) 3. 126, Πλίν. 24. 83· - ἀλλὰ τὸ ὄνομα τοῦτο φαίνεται ὅτι ἐδίδετο καὶ εἰς ἄλλα φυτά, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ) 4. 126.
German (Pape)
ἡ, auch χαμαιπεύκη, eine Pflanze, Huflattig, sonst βήχιον, Sp.