καταφρύττω
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
v. καταφρύγω.
Greek Monolingual
καταφρύττω (Α)
βλ. καταφρύγω.
German (Pape)
att. = καταφρύσσω.