προσπλάττω
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
French (Bailly abrégé)
att. c. προσπλάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-πλάττω, Ion. προσπλάσσω aankneden tegen:. νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι ὄρεσι nesten van klei die tegen steile rotsen gepleisterd zijn Hdt. 3.111.2; προσπλασσόμενα wat ertegenaan gepleisterd is Hp. VM 15.
Russian (Dvoretsky)
προσπλάττω: атт. = προσπλάσσω.
German (Pape)
att. = προσπλάσσω.