ἐπιστρεφέως
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἐπιστρεφῶς.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιστρεφέως: ион. = ἐπιστρεφῶς.
German (Pape)
ion. = ἐπιστρεφῶς, Adv. ab ἐπιστρεφής.