δυσουρίασις
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
English (LSJ)
εως, ἡ, = δυσουρία (difficult micturition), Ar.Byz. Epit. 146.5, Suid. s.v. τέτανος.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
dificultad para orinar de los caballos, Ar.Byz.Epit.146.5, cf. Sud.s.u. τέτανος.
Greek (Liddell-Scott)
δυσουρίασις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
δυσουρίασις, η (Μ)
η δυσουρία.
German (Pape)
[ᾱ], ἡ, Harnzwang, Suid.