διϊσχυριείω
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
wish or mean to affirm, Hp.Art.1.
Spanish (DGE)
afirmar rotundamente οὐ μέντοι διϊσχυριείω ... εἰ ὀλισθάνοι ἂν ἢ οὔ Hp.Art.1.
German (Pape)
[ῡ], = διϊσχυρίζομαι, Hippocr.