κοροκόσμιον

Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

τό, A girl's toy or ornament, of masks placed at crossroads, AB102, cf. Sch.Theoc.2.110. II pupil of the eye, PLond. 1821.27.

Greek (Liddell-Scott)

κοροκόσμιον: τό, κορασίου παιγνίδιονκόσμημα, Κλήμ. Ἀλ. 51, Α. Β. 102.

Greek Monolingual

κοροκόσμιον, τὸ (Α)
1. παιχνίδι ή κόσμημα κοριτσιού
2. η κόρη του οφθαλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρ-η + συνδετικό φωνήεν -ο- + κόσμ-ιον «στολίδι» (< κόσμος)].

German (Pape)

τό, Mädchenputz, VLL Nach B.A. 102 barbarisch und eigtl. = hölzerne Puppen.