σφαιρόμορφος

From LSJ
Revision as of 17:10, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρόμορφος: -ον, ὁ ἔχων σχῆμα σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής, Στέφαν. Ἀλεξ. ἐν Ideler Phys. 2. 206.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει μορφή σφαίρας, σφαιρικός, σφαιροειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + -μορφος (< μορφή), πρβλ. τερατό-μορφος].

German (Pape)

von Kugelgestalt, Sp.