ὑποτροπιασμός
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
ὁ, relapse in illness, Hp.Aph.4.36, Gal.19.517.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποτροπιασμός: ὁ, ἐπανάπτωσις εἰς νόσον, ὑποτροπή, Ἱππ. Ἀφορ. 1250, Γαλην. τ. 19, 517, 14.
Greek Monolingual
ο / ὑποτροπιασμός, ΝΑ ὑποτροπιάζω
υποτροπή, επανεμφάνιση νόσου.