ἐνθάλλω
From LSJ
English (LSJ)
pf. part. ἐντεθηλώς, = θάλλω, Hsch., Suid.
Spanish (DGE)
recrecer, desarrollarse ἐντεθηλότων ... τῶν βοτρύων Cyr.Al.M.70.25D, cf. Sud., fig. dicho del cristiano comparado con la palmera (τὸ φυτόν) ἐντεθηλός Cyr.Al.Luc.1.100.23, cf. Hsch.s.u. ἐντεθηλότος (Schmidt).
Greek Monolingual
ἐνθάλλω (Α) θάλλω
συνήθ. στη μτχ. παρακμ. ἐντεθηλώς
αυτός που θάλλει, ο θαλερός.