περὶ ταῦτα οὕτω σφι νενομοθέτηται → it has been so ordained by law
δίδῠμα: τά1 пара (τὰ δίδυμα τῶν ᾠῶν Arst.; δ. τέκνων Soph.);2 двойня (τίκτειν δ. Arst.). - см. тж. δίδυμος.