δίδυμα

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Russian (Dvoretsky)

δίδῠμα: τά
1 пара (τὰ δίδυμα τῶν ᾠῶν Arst.; δ. τέκνων Soph.);
2 двойня (τίκτειν δ. Arst.). - см. тж. δίδυμος.