Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
v. Δημήτριος.
Δημήτρειος:1 относящийся к Деметре, деметрин (ἄρτος Plut.);2 усопший (τοὺς νεκροὺς Ἀθηναῖοι Δημητρείους ὠνόμαζον Plut.).