Δημήτρειος

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Spanish (DGE)

v. Δημήτριος.

Russian (Dvoretsky)

Δημήτρειος:
1 относящийся к Деметре, деметрин (ἄρτος Plut.);
2 усопший (τοὺς νεκροὺς Ἀθηναῖοι Δημητρείους ὠνόμαζον Plut.).