στρεβλότης

Revision as of 16:05, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

ητος, ἡ, A being twisted, crookedness, τῆς αἰχμῆς Plu.Mar.25; καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, of roads in an ant-heap, Id.2.968b. II frowardness, perversity, Aq., Thd.Pr.4.24, Aq., Al.ib.6.14.

German (Pape)

[Seite 953] ητος, ἡ, das Gedrehtsein, die Krümmung; αἰχμῆς, Plut. Mar. 15; Gegensatz von εὐθύτης, S. Emp. adv. phys. 2, 272.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 détours tortueux;
2 courbe (d'un glaive).
Étymologie: στρεβλός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεβλότης -ητος, ἡ [στρεβλός] kromheid, kromming.

Russian (Dvoretsky)

στρεβλότης: ητος ἡ
1 изогнутость, кривизна (τῆς αἰχμῆς Plut.);
2 извилина (καμπαὶ καὶ στρεβλότητες, sc. τῆς καθόδου Plut.).

Greek Monotonic

στρεβλότης: -ητος, ἡ, συστροφή, καμπυλότητα, καμπή, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

στρεβλότης: -ητος, ἡ, διαστροφή, συστροφή, τὸ νὰ εἶναι τις διεστραμμένος, ἐστρεβλωμένος, κεκαμμένος, τῆς αἰχμῆς Πλουτ. Μάρ. 35· καμπαῖς καὶ στρεβλότησι, ἐπὶ ὁδῶν, ὁ αὐτ. 9. 968Α.

Middle Liddell

στρεβλότης, ητος, ἡ,
crookedness, Plut.