τύραννα
From LSJ
ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you
Greek Monolingual
τα, Ν
βάσανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τυραννώ (πρβλ. βασανώ: βάσανα)].
Russian (Dvoretsky)
τύραννα: τά
1 (sc. ἔργα) царские дела: τ. δρᾶν Soph. поступать как царь, т. е. обладать царской властью;
2 (sc. δώματα) царский дворец Eur.