ἐπίχωσις
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἐπιχώννυμι) a heaping up, esp. the choking of a channel, Plb.4.41.9 (pl.): metaph., exaggeration, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1005] ἡ, das Zuschütten, Zudämmen, Pol. 4, 41, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίχωσις: -εως, ἡ, (ἐπιχώννυμι), ἐπισώρευσις, «παντὸς γένους, ὕλης καὶ γῆς καὶ λίθων» φερομένων ὑπὸ χειμάρρων, Πολύβ. 4. 41, 9· μεταφ. ἐξόγκωσις Εὔστ. Πονημάτ. 188. 21.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίχωσις: εως ἡ
1 возведение насыпи или постройка плотины Polyb.;
2 рит. нагромождение, преувеличение.