ἐπεισόδιον
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισόδιον: τό
1 эписодий (в староатт. трагедии, диалог между двумя выступлениями хора) (μέρος τραγῳδίας τὸ μεταξὺ ὅλων χορικῶν μελῶν Arst.);
2 вставка, интермедия, эпизод (τὰ ἐπεισοδια γέγονεν ἡδονῆς ἕνεκεν Plut.): ἐπεισόδια τῆς τύχης Polyb. случайности судьбы;
3 прибавка, добавление: γαστρὸς ἐπεισόδια Anth. десерт, попойка после трапезы;
4 (sc. μορφῆς) прикраса, косметическое средство (φύκους ἄνθος ἐ. Anth.).
Mantoulidis Etymological
Οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου ἐπεισόδιος (=αὐτός πού ἔρχεται ἀπό ἔξω καί προστίθεται), πού παράγεται ἀπό τό ἐπείσοδος (=ἐπιπρόσθετη εἴσοδος).
Παράγωγα: ἐπεισοδιόω -ῶ (=κάνω τό λόγο ποικίλο βάζοντας ἐπεισόδια), ἐπεισοδιώδης, ἐπεισοδιάζω.