ἐπισυμβαίνω

Revision as of 18:20, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

English (LSJ)

A happen besides, supervene, Arist.Rh.Al.1426a6, APr.64b30; ἐπισυνέβη, c. acc. et inf., J.AJ15.7.10; τὰ -οντα ἀρρωστήματα Jul.Ep.75b, cf. Herod.Med. ap. Orib.5.30.15. II come into existence afterwards, S.E.M.9.371,11.130. 2 c. dat., ὃ ἂν γενομένῃ τῇ οὐσίᾳ ἐπισυμβῇ Plot.6.3.8.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισυμβαίνω:
1 (непредвиденным образом, неожиданно) случаться, возникать или привходить Arst., Sext.;
2 (вслед за чем-л.) образовываться, рождаться Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυμβαίνω: συμβαίνω πρὸς τοῖς ἄλλοις, Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 4. 2, Ἀν. Πρβλ. 2. 16, 1. ΙΙ. ἐπιγίγνομαι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 371, πρβλ. 373.

Greek Monolingual

(AM ἐπισυμβαίνω)
συμβαίνω κατόπιν, επακολουθώ
αρχ.
δημιουργούμαι μετά από κάποιον άλλο.